- καλλιστείο(ν)
- τό1) премия первой красавицы; 2) πλ. конкурс красоты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλλιστείο — το (AM καλλιστεῑον) [κάλλιστος] νεοελλ. στον πληθ. τα καλλιστεία διαγωνισμός ομορφιάς αρχ. 1. βραβείο ομορφιάς 2. στον πληθ. τὰ καλλιστεῑα βραβείο αρετής και ανδρείας … Dictionary of Greek
καλλιστείο — το 1. βραβείο που δίνεται στον ωραιότερο. 2. καλλιστεία, τα αγώνες ομορφιάς μεταξύ νεανίδων: Έλαβε μέρος στα καλλιστεία και ήρθε δεύτερη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)